ακριβοθώρητος

ακριβοθώρητος
-η, -ο
αυτός που σπάνια εμφανίζεται, ο πολύ επιθυμητός: Τελευταία μας έγινες πολύ ακριβοθώρητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακριβοθώρητος — η, ο [ακριβοθωρώ] 1. αυτός που τόν βλέπει κανείς σε αραιά χρονικά διαστήματα 2. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν πλησιάσει, δυσπρόσιτος 3. πολύτιμος «Φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι / σαν τα διαμάντια ακριβοθώρητοι» (Κ. Παλαμά, Ασάλ. Ζωή 2121) …   Dictionary of Greek

  • αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος …   Dictionary of Greek

  • ακριβοθωρώ — 1. βλέπω κάτι με προσοχή, τό φροντίζω με ενδιαφέρον και στοργή 2. βλέπω κάποιον σπάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο + θωρώ. ΠΑΡ. ακριβοθώρητος] …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ακριβομίλητος — η, ο λιγομίλητος: Ήταν τύπος περίεργος, ακριβοθώρητος κι ακριβομίλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”